Kάποτε, πριν πολύ πολύ καιρό, το βασίλειο της ζούγκλας
χωρίστηκε σε τρία μέρη. Το πρώτο μέρος ήταν η Λιονταρούπολη, στην
οποία ζούσαν… ποιοι άλλοι τα λιοντάρια. Το δεύτερο μέρος ήταν η Παρδούπολη.
Εκεί ζούσαν οι όμορφες καμηλοπαρδάλεις. Και φυσικά, ας μη ξεχάσουμε, το τρίτο
μέρος στο οποίο ζούσαν οι επιβλητικές ζέβρες. Να υποθέσω ότι καταλάβατε ποιο
ήταν το όνομά του, Ζεβρούπολη. Σ’ αυτό το βασίλειο όλα κυλούσαν μια χαρά. Μια
μέρα όμως, όλα άλλαξαν. Μια ομάδα προσφύγων έφτασε εκεί. Δεν ήταν λιοντάρια
ούτε καμηλοπαρδάλεις και η όψη τους δεν θύμιζε ζέβρα. Ήταν ελέφαντες. Οι
κάτοικοι του βασιλείου φοβήθηκαν όταν τους είδαν έτσι ογκώδεις. Οι ελέφαντες
προσπάθησαν να τους μιλήσουν μα εκείνοι έκαναν πως δεν άκουγαν και έτρεξαν να
κρυφτούν. Οι καημένοι οι ελέφαντες! Ό,τι και να έκαναν κανένας δεν τους έδινε
σημασία! Ένιωθαν άβολα, γιατί κανείς δεν τους συμπαθούσε. Ο αρχηγός τους
προσπαθούσε να τους παρηγορήσει. Αν και ήταν γενναίος στεναχωριόταν κι αυτός
κατά βάθος.
Τις επόμενες μέρες όλα χειροτέρεψαν. Καθώς οι ελέφαντες περπατούσαν στην πλατεία της Παρδούπολης, αφού εκεί είχαν εγκατασταθεί, αντιμετώπιζαν μια ακατανόητη συμπεριφορά. Όσοι τους συναντούσαν τους τραγουδούσαν ένα γελοίο τραγούδι, που δεν ήταν καν αστείο:
Τις επόμενες μέρες όλα χειροτέρεψαν. Καθώς οι ελέφαντες περπατούσαν στην πλατεία της Παρδούπολης, αφού εκεί είχαν εγκατασταθεί, αντιμετώπιζαν μια ακατανόητη συμπεριφορά. Όσοι τους συναντούσαν τους τραγουδούσαν ένα γελοίο τραγούδι, που δεν ήταν καν αστείο:
«Χοντρούλι, χοντρούλι
με το γκρι σου το προγούλι
έχεις στρογγυλά αυτιά
και μια μύτη σαν ουρά!»
Τα ελεφαντάκια δεν ήθελαν να πηγαίνουν στο σχολείο, γιατί τα καμηλοπαρδαλάκια τα κορόιδευαν. Κάθε μέρα γυρνούσαν απ’ το σχολείο κλαίγοντας. Οι μαμάδες τους τα συμβούλευαν να αδιαφορούν και τους έλεγαν ότι θα έρθει μια μέρα που όλοι θα τα αγαπήσουν. Ώσπου μια μέρα, ενώ περπατούσαν για να πάνε στο σχολείο, είδαν κάτι φοβερό. Είχε έρθει ένας κυνηγός καμηλοπαρδάλεων και είχε πιάσει μερικούς συμμαθητές τους. Τους είχε βάλει μέσα σε μεγάλα κλουβιά πάνω στο φορτηγό του. Τότε τα ελεφαντάκια αποφάσισαν πως πρέπει γρήγορα να δράσουν. Έβαλαν όλα μια δυνατή φωνή και ο κυνηγός τρόμαξε και το `βαλε στα πόδια. Έπειτα ελευθέρωσαν όλα τα εγκλωβισμένα καμηλοπαρδαλάκια κι αυτά με τη σειρά τους ζητωκραύγαζαν και ευχαριστούσαν τους γενναίους συμμαθητές τους. Από εκείνη την ημέρα όλοι συμπεριφέρονταν ισότιμα στους ελέφαντες, τους σέβονταν και δεν τους ξανακορόιδεψαν.Έγιναν φίλοι μεταξύ τους και ο ένας αγαπούσε και σεβόταν τον άλλον. Οι ελέφαντες χαίρονταν, που επιτέλους, μετά από όλο αυτό τον καιρό που είχε περάσει, είχαν βρει φίλους και είχαν ενσωματωθεί στην κοινωνία της Παρδούπολης.
Έτσι έζησαν ευτυχισμένοι …
μέχρι τις μέρες μας!με το γκρι σου το προγούλι
έχεις στρογγυλά αυτιά
και μια μύτη σαν ουρά!»
Τα ελεφαντάκια δεν ήθελαν να πηγαίνουν στο σχολείο, γιατί τα καμηλοπαρδαλάκια τα κορόιδευαν. Κάθε μέρα γυρνούσαν απ’ το σχολείο κλαίγοντας. Οι μαμάδες τους τα συμβούλευαν να αδιαφορούν και τους έλεγαν ότι θα έρθει μια μέρα που όλοι θα τα αγαπήσουν. Ώσπου μια μέρα, ενώ περπατούσαν για να πάνε στο σχολείο, είδαν κάτι φοβερό. Είχε έρθει ένας κυνηγός καμηλοπαρδάλεων και είχε πιάσει μερικούς συμμαθητές τους. Τους είχε βάλει μέσα σε μεγάλα κλουβιά πάνω στο φορτηγό του. Τότε τα ελεφαντάκια αποφάσισαν πως πρέπει γρήγορα να δράσουν. Έβαλαν όλα μια δυνατή φωνή και ο κυνηγός τρόμαξε και το `βαλε στα πόδια. Έπειτα ελευθέρωσαν όλα τα εγκλωβισμένα καμηλοπαρδαλάκια κι αυτά με τη σειρά τους ζητωκραύγαζαν και ευχαριστούσαν τους γενναίους συμμαθητές τους. Από εκείνη την ημέρα όλοι συμπεριφέρονταν ισότιμα στους ελέφαντες, τους σέβονταν και δεν τους ξανακορόιδεψαν.Έγιναν φίλοι μεταξύ τους και ο ένας αγαπούσε και σεβόταν τον άλλον. Οι ελέφαντες χαίρονταν, που επιτέλους, μετά από όλο αυτό τον καιρό που είχε περάσει, είχαν βρει φίλους και είχαν ενσωματωθεί στην κοινωνία της Παρδούπολης.
Παναγιώτα Κακ.- Τάξη Στ`
(εμπνευσμένη από τον ρατσισμό και τον σεβασμό στη διαφορετικότητα)