Το ποίημα που εδώ παρακολουθείτε σε κινούμενα σχέδια θυμίζει σε μας τα λόγια του Έλληνα συγγραφέα Νίκου Καζαντζάκη στο έργο του "Αναφορά στον Γκρέκο".
"... μα όλα τ' άλλα παιδιά
ακούν τη μουσική
κι οι τοίχοι της τάξης
σωριάζονται ήσυχα
και τα τζάμια ξαναγίνονται άμμος
το μελάνι ξαναγίνεται νερό
τα θρανία ξαναγίνονται δένδρα
η κιμωλία ξαναγίνεται ακρογιαλιά
το φτερό ξαναγίνεται πουλί῾".
Ζακ Πρεβέρ
ακούν τη μουσική
κι οι τοίχοι της τάξης
σωριάζονται ήσυχα
και τα τζάμια ξαναγίνονται άμμος
το μελάνι ξαναγίνεται νερό
τα θρανία ξαναγίνονται δένδρα
η κιμωλία ξαναγίνεται ακρογιαλιά
το φτερό ξαναγίνεται πουλί῾".
Ζακ Πρεβέρ
"…Ώρες μας έπαιρνε τ' αυτιά ποια φωνήεντα είναι μακρά,
ποια βραχέα και τι τόνο να βάλουμε, οξεία ή περισπωμένη κι εμείς ακούγαμε τις
φωνές στο δρόμο, τους μανάβηδες, τους κουλουρτζήδες, τα γαϊδουράκια που
γκάριζαν και τις γειτόνισσες που γελούσαν, και περιμέναμε πότε να χτυπήσει το
κουδούνι, να γλιτώσουμε. Κοιτάζαμε το δάσκαλο να ιδρώνει απάνω στην έδρα, να
λέει, να ξαναλέει και να θέλει να καρφώσει στο μυαλό μας τη γραμματική, μα ο
νους μας ήταν έξω στον ήλιο και στον πετροπόλεμο γιατί πολύ αγαπούσαμε τον πετροπόλεμο
και συχνά πηγαίναμε στο σχολείο με το κεφάλι σπασμένο.
Μια μέρα, ήταν άνοιξη, χαρά Θεού, τα παράθυρα ήταν ανοιχτά κι έμπαινε η μυρωδιά από μια ανθισμένη μανταρινιά στο αντικρινό σπίτι∙ το μυαλό μας είχε γίνει κι αυτό ανθισμένη μανταρινιά και δεν μπορούσαμε πια ν' ακούμε για οξείες και περισπωμένες. Κι ίσια ίσια ένα πουλί είχε καθίσει στο πλατάνι της αυλής του σκολειού και κελαηδούσε. Τότε πια ένας μαθητής, χλωμός, κοκκινομάλης, που 'χε έρθει εφέτο από το χωριό, Νικολιό τον έλεγαν, δεν βάσταξε, σήκωσε το δάχτυλο:
- Σώπα, δάσκαλε, φώναξε σώπα, δάσκαλε, ν' ακούσουμε το πουλί!..."
Μια μέρα, ήταν άνοιξη, χαρά Θεού, τα παράθυρα ήταν ανοιχτά κι έμπαινε η μυρωδιά από μια ανθισμένη μανταρινιά στο αντικρινό σπίτι∙ το μυαλό μας είχε γίνει κι αυτό ανθισμένη μανταρινιά και δεν μπορούσαμε πια ν' ακούμε για οξείες και περισπωμένες. Κι ίσια ίσια ένα πουλί είχε καθίσει στο πλατάνι της αυλής του σκολειού και κελαηδούσε. Τότε πια ένας μαθητής, χλωμός, κοκκινομάλης, που 'χε έρθει εφέτο από το χωριό, Νικολιό τον έλεγαν, δεν βάσταξε, σήκωσε το δάχτυλο:
- Σώπα, δάσκαλε, φώναξε σώπα, δάσκαλε, ν' ακούσουμε το πουλί!..."
Νίκος Καζαντζάκης