Και κάτι που πρέπει να θυμόμαστε...

"Γνους πράττε".

Πιττακός ο Μυτιληναίος, 650-570 π.Χ., ένας από τους 7 σοφούς της Αρχαίας Ελλάδας

μτφρ: Να ενεργείς έχοντας γνώση.

«Η τύχη βοηθάει μόνο τα καλά προετοιμασμένα μυαλά». Λουί Παστέρ, ένας από τους μεγαλύτερους επιστήμονες στον κόσμο, στον οποίο οφείλουμε τα εμβόλια και άλλες επιστημονικές ανακαλύψεις που έχουν σώσει εκατομμύρια ανθρώπινες ζωές από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα.






Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2018

Ο καλός ο μύλος όλα τ` αλέθει!


Μια μέρα ο κύριος Κοντολέων καθώς παρακολουθούσε τηλεόραση στο σαλόνι του σπιτιού του άκουσε την κοιλιά του να γουργουρίζει. Κοίταξε στο ψυγείο και είδε μονάχα μια ντομάτα. Την έφαγε, όμως η κοιλιά του συνέχιζε να γουργουρίζει. Τότε αποφάσισε να πάει σε ένα εστιατόριο για να φάει.
Όταν έφτασε, κοίταξε το μενού και έδωσε μια πλούσια παραγγελία. Δύο χωριάτικες σαλάτες, τρία σαγανάκια, οκτώ κοτόπουλα ρολά και δύο κιλά αρνάκι σουβλιστό. Δεν πέρασε πολλή ώρα και ο κύριος Κοντολέων ξαναφώναξε το γκαρσόνι για συμπλήρωμα! Αυτή τη φορά πήρε κάτι λαδερό. Μία μερίδα γεμιστές ντομάτες, κολοκυθόπιτα και τρία πιάτα φασολάκια. Στο μεταξύ, οι θαμώνες του μαγαζιού τον κοίταγαν παραξενεμένοι, ενώ κάποιοι άλλοι περίμεναν αγανακτισμένοι να πάρουν σειρά. Όμως, ο κύριος Κοντολέων δεν το έβαλε κάτω και έκανε τρίτη παραγγελία, ζητώντας αυτή τη φορά επιδόρπιο. Εκείνη τη στιγμή ένας χοντρός κύριος από την απέναντι γωνία του μαγαζιού σηκώθηκε εκνευρισμένος και φώναξε δυνατά: «Αμάν πια, κύριε, τα φάγατε όλα!». Και ο κύριος Κοντολέων του απάντησε απτόητος: «Ο καλός ο μύλος όλα τα αλέθει».    Μιχάλης Κακ.

-Γιαγιά, φέρε μου να φάω ό,τι φαγητό και να έχεις! Ο καλός ο μύλος, όλα τα` αλέθει!
                                                        Παναγιώτης Μπατζ.

Η ιστορία ου θα σας διηγηθώ είναι μια περίεργη περιπέτεια που συνέβη πέρσι τα Χριστούγεννα με εμένα και την αδελφή μου. Η ιδέα της αδελφής μου ήταν να φτιάχναμε μόνες μας μια βασιλόπιτα. Δεν είχαμε ξαναεπιχειρήσει κάτι παρόμοιο αλλά πιστεύαμε η έκπληξη αυτή θα ενθουσιάσει τους γονείς μας. Πήραμε λοιπόν τα υλικά και ξεκινήσαμε την προετοιμασία. Εγώ διάβαζα τη συνταγή και η αδελφή μου έριχνε τα υλικά στο μίξερ. Από το άγχος όμως κάναμε ένα σημαντικό λάθος: ρίξαμε παραπάνω ζάχαρη απ` ό,τι ‘επρεπε. Βάλαμε τη βασιλόπιτα στον φούρνο και περιμέναμε να ψηθεί. Δέκα λεπτά πριν ετοιμαστεί, οι γονείς μου επέστρεψαν στο σπίτι. Η αδελφή μου με ενθουσιασμό φώναξε στους γονείς μας ότι τους είχαμε μία έκπληξη. Η μητέρα μου ετοίμασε το τραπέζι να φάμε. Αφού τελειώσαμε το φαγητό, εγώ έτρεξα να βγάλω τα καλά πιάτα του γλυκού. Αφού σερβίραμε το γλυκό μας, η μητέρα μας ενθουσιασμένη αποφάσισε να δοκιμάσει πρώτη. Όταν δοκίμασε, έχασε για λίγο το χαμόγελό της, γύρισε προς τον πατέρα μου και του είπε πως η βασιλόπιτα είναι πολύ νόστιμη αλλά… με ένα μικρό λαθάκι! Τότε η αδελφή μου φώναξε:
-Ο καλός ο μύλος όλα τα αλέθει!            Κατερίνα Μπαβ.

Η Άννα πήρε τη γιαγιά της τηλέφωνο και την ενημέρωσε ότι το μεσημέρι θα την επισκεφτεί, γιατί της έχει λείψει. Η γιαγιά χαρούμενη με την είδηση της είπε πως θα της φτιάξει το αγαπημένο της φαγητό. Η εγγονή της την παρακάλεσε να μην κάνει κάτι ιδιαίτερο και κουραστεί, γιατί «ο καλός ο μύλος όλα τα αλέθει».     Φρύνη Σκ.

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια οικογένεια με τέσσερα αγόρια. Το μικρότερο από τα δέλφια ήταν πολύ δύσκολο με το φαγητό. Πολλές φορές σκεφτόταν να πετάξει το φαγητό του αλλά στην ιδέα ότι η μαμά τον κατασκοπεύει άλλαζε γνώμη. Κάποια μέρα που η μητέρα μαγείρεψε μελιτζάνες το μικρό αγόρι, ύστερα από πολλή σκέψη, αποφάσισε να τις φάει. Μόλις πήγε η μαμά στην κουζίνα είδε το πιάτο άδειο και το μικρό αγόρι να προσπαθεί να βάλει κι άλλες μελιτζάνες από την κατσαρόλα. Η μητέρα έβαλε τη φωνή:
-Τι θα φάει ο μπαμπάς, ε; Τέλος πάντων! Ο καλός ο μύλος όλα τα αλέθει!
-Τι είπες μαμά;
-Τίποτα, παιδί μου, μια παροιμία είπα!      Ελεάνα Μέρ.

Μια ημέρα πήγα στη γιαγιά μου για να της κάνω παρέα και γιατί μου είχε λείψει. Εγώ με τη γιαγιά μου συζητούσαμε για ό,τι έγινε τον τελευταίο καιρό. Κάποια στιγμή με ρώτησε αν πεινούσα και της απάντησα θετικά. Τότε, μου ζήτησε να πάω να παίξω με τα ξαδέλφια μου, για να μου ετοιμάσει μια έκπληξη. Όμως, πού να ήξερε η γιαγιά ότι δεν μου άρεσε το τηγανητό συκώτι! Όταν, μετά από λίγη ώρα, κατέβηκα κάτω και είδα στο τραπέζι τηγανητό συκώτι αισθάνθηκα κάπως περίεργα. Τελικά το έφαγα, γιατί πεινούσα πολύ και είπα στη γιαγιά  "ο καλός ο μύλος όλα τ` αλέθει".                  Πετρούλα Κορομ. 

Νηστικό αρκούδι δε χορεύει!


Το περασμένο καλοκαίρι πήγαμε διακοπές για πέντε ημέρες στους θείους μας, στην Καρδίτσα. Ξεκινήσαμε στις οχτώ το πρωί κάνοντας ενδιάμεσες στάσεις και φτάσαμε στη μία το μεσημέρι. Από το πρωί και σε όλη τη διαδρομή δεν είχαμε φάει τίποτα, γιατί φοβηθήκαμε μη ζαλιστούμε. ‘Όταν φτάσαμε, πήγαμε στους θείους μας για να τακτοποιήσουμε τα πράγματά μας. Η δική μου κοιλιά και του αδελφού μου γουργούριζε ασταμάτητα. Ο θείος μου ήθελε να μας πάει στη λίμνη Πλαστήρα. Εγώ αμέσως θύμισα στον θείο: «Νηστικό αρκούδι δε χορεύει». Ο αδελφός μου συμφώνησε κι αυτός! Ο θείος, μη έχοντας άλλη επιλογή, πρότεινε να πάμε σε ένα εστιατόριο πρώτα!  Ζωή Σκ.

Μια εβδομάδα πριν η δασκάλα μας μάς ανέφερε ότι θα πηγαίναμε εκδρομή στην Αθήνα. Έφτασε η μέρα για να πάμε εκδρομή. Πήγα στο σχολείο, μπήκαμε όλοι στο λεωφορείο και ξεκινήσαμε. Μόλις φτάσαμε στην Αθήνα πήγαμε σε μια καντίνα για να πάρουμε φαγητό και η κυρία είπε: «Νηστικό αρκούδι δε χορεύει».       Ιωάννης Μπάρδ.

Μια χαρούμενη μέρα και Παρασκευή είχαμε πάει με την κυρία μας, την κυρία χαρά, στο στάδιο για να παίξουμε και να περάσουμε καλά. Καθίσαμε λίγο στην Παιδική χαρά, δίπλα στο στάδιο. Μόλις μπήκαμε στο στάδιο, η κυρία μας είπε να παίξουμε ό,τι θέλουμε. Εκείνη τη στιγμή πετάχτηκε ο φίλος μου, ο Γιώργος, και είπε: «Νηστικό αρκούδι δε χορεύει!». Η κυρία τότε μας είπε: «Αφού πεινάτε, φάτε για λίγο».   Μαρία Χαρά Γιαννοπ.

Τέλη Αυγούστου είχαμε πάει διακοπές στην Κλειτορία. Ένα απόγευμα πήγαμε για καφέ στην πλατεία του χωριού. Εγώ από την αρχή ξεκαθάρισα στους γονείς μου ότι ήθελα να φάω κρέπα. Τους πρότεινα, επειδή δεν ξέραμε τις καφετέριες, να ρωτούσαμε από πριν ποια έχει στον κατάλογό της «κρέπες». Οι γονείς μου ντρέπονταν να ρωτήσουν πριν καθίσουμε. Οπότε καθίσαμε σε μια καφετέρια που μας άρεσε. Όταν ήρθε ο σερβιτόρος για παραγγελία, διαπιστώσαμε ότι δεν είχε κρέπες. Τότε οι γονείς μου με παρακάλεσαν να παραγγείλω κάτι άλλο. Εγώ όμως θυμωμένος που δεν είχαν ρωτήσει από την αρχή, θύμωσα μαζί τους και δεν παρήγγελα τίποτα. Καθόμουν στην καρέκλα μου αμίλητος. Στη συνέχεια, η μητέρα μου μού ζήτησε ευγενικά, όπως πάντα, να πάω να φέρω πίσω τη μικρτή μου αδελφή, γιατί είχε απομακρυνθεί από το τραπέζι μας. Τότε εγώ της απάντησα απότομα ότι «δεν πάω πουθενά, γιατί ΝΗΣΤΙΚΟ ΑΡΚΟΥΔΙ ΔΕ ΧΟΡΕΥΕΙ».   Νικόλας Μπάρλ.

Το προηγούμενο καλοκαίρι αποφασίσαμε με την οικογένειά μου να πάμε στη Β. Εύβοια για κάμπινγκ. Κατά τη διαδρομή όλοι ήμαστε πεινασμένοι. Όταν φτάσαμε αποφασίσαμε να εξερευνήσουμε το δάσος, που είχε ο μπαμπάς μου τα μελίσσια, για να δούμε πού θα στήσουμε τη σκηνή. Χωριστήκαμε στα δύο μονοπάτια. Εγώ ήμουν με τον μπαμπά και η αδελφή μου με τη μαμά. Ξαφνικά άκουσα μια τσιρίδα! Έντρομοι πήγαμε στο διπλανό μονοπάτι να δούμε τι είχε συμβεί. Είχε τσιμπήσει την αδελφή μου μία μέλισσα!
Γυρίσαμε πίσω στο αυτοκίνητο για να της βάλουμε αλοιφή και αργότερα να στήναμε επιτέλους τη σκηνή. Εγώ έκατσα στο αυτοκίνητο και άνοιξα τα μπολ με τα σάντουιτς γιατί νηστικό αρκούδι δε χορεύει!   Πέγκυ Μάγ.                       

Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε μια αδύνατη αλεπού που δεν μπορούσε να πιάσει ούτε ένα κατσίκι. Μετά ήρθε μια αρκούδα και άρχισαν να συζητούν.
-Τι κάνεις, βρε αλεπού;
-Ε, έτσι κι έτσι!
-Γιατί;
-Ε, επειδή δεν μπορώ να κυνηγήσω τίποτα πια!
-Ε, αυτό δεν μπορώ να το πιστέψω!
-Κι όμως, είναι αλήθεια!
-Ξέρεις εκείνη την παροιμία;
-Ποια παροιμία;
-Εκείνη που λέει «νηστικό αρκούδι δε χορεύει».  Δηλαδή, εσύ που δεν τρως δεν μπορείς να σταθείς ούτε στα πόδια σου!
Κι από τότε η αλεπού προσπαθεί κάθε μέρα να πιάσει κάτι για να είναι δυνατή. Είχε πάντα στο νου της την παροιμία «νηστικό αρκούδι δε χορεύει».     Ιουστίνα Φιρτ.

Κάποια μέρα πήγαμε με τους γονείς μου στο Ναύπλιο. Περπατήσαμε αρκετή ώρα στα μαγαζιά και έπειτα ο μπαμπάς πρότεινε να πάμε στην παιδική χαρά. Εγώ του είπα πως «νηστικό αρκούδι δε χορεύει» και αμέσως ο μπαμπάς άλλαξε γνώμη και μας πήγε πρώτα σε ένα ταβερνάκι για φαγητό και ύστερα για παγωτό!    Ραφαέλα Παρ.

Καλύτερα να σε ντύνω παρά να σε ταΐζω!


Μια μέρα ο κ. Πέτρος πήγε με τα παιδιά του, τον Ορέστη και τη Μυρτώ, να πάρουν δώρα για τα Χριστούγεννα. Μετά τα ψώνια αποφάσισαν να καθίσουν για φαγητό. Μόλις ήρθε ο σερβιτόρος, η Μυρτώ άρπαξε τον κατάλογο από τα χέρια του και άρχισε να παραγγέλνει.
-Θα ήθελα μία μερίδα πατάτες, κεφτεδάκια, μία σαλάτα του Καίσαρα, ένα ψαρονέφρι και ένα σαγανάκι. Επίσης, θα ήθελα για επιδόρπιο μία κρέπα με σοκολάτα και δύο μπάλες παγωτό.
Μόλις τελείωσε έδωσε τον κατάλογο και είπε: «Μπορείτε να παραγγείλετε κι εσείς».
Ο Ορέστης κοίταξε τον πατέρα του και είπε: «Καλύτερα να την ντύνεις παρά να την ταΐζεις!»                      Διονυσία Κιντ.

Την  προηγούμενη εβδομάδα μαζί με τη μαμά μου, τη θεία μου και τον μικρότερο ξάδελφό μου πήγαμε στο εμπορικό για ψώνια. Έπρεπε να αγοράσουμε αθλητικά ρούχα και παπούτσια. Ο ξάδελφός μου αμέσως βρήκε αυτά που ήθελε και μάλιστα ήταν πολύ οικονομικά. Εγώ, από την άλλη, δυσκολεύτηκα να βρω και στο τέλος πήρα τα ακριβότερα που υπήρχαν, γιατί δε μου άρεσε τίποτα άλλο. Μετά πήγαμε για φαγητό, αφού ο ξάδελφός μου είχε κουραστεί και πείναγε πολύ. Όταν κάτσαμε παρήγγειλε δύο μπέργκερ, μία μερίδα κοτομπουκιές, δύο μερίδες πατάτες, μία σαλάτα, μία πορτοκαλάδα και δύο μπάλες παγωτό. Η μαμά του έμεινε έκπληκτη, μόλις άκουσε την παραγγελία και γύρισε και του είπε: «Αμάν παιδί μου, εσένα καλύτερα να σε ντύνω παρά να σε ταΐζω».                           Κωνσταντίνα Μάλλ.

Η μητέρα μου κάθε Σάββατο συνηθίζει να μου μαγειρεύει ένα από τα αγαπημένα μου φαγητά και αυτό δεν είναι άλλο από τα ντολμαδάκια. Όταν έφερε το πιάτο στο τραπέζι, ήμουν ο πρώτος που τελείωσε το φαγητό του και αμέσως ζήτησα από την μητέρα μου ένα δεύτερο πιάτο από το φαγητό. Όλοι με κοίταξαν με απορία καθώς είμαι ο μικρότερος της οικογένειας και δε συνηθίζω να τρώω πολύ. Η μητέρα μού έφερε και το δεύτερο πιάτο και αφού το τελείωσα κι αυτό ζήτησα και τρίτο! Τότε η μητέρα μου είπε: «Γιώργο, καλύτερα να σε ντύνω παρά να σε ταΐζω!».  Γιώργος Δέμ.